βουπομπός

βουπομπός
βουπομπός, -ον
1 with a procession of oxen (for sacrifice) πενταετηρὶς ἑορτὰ βουπομπός (a sacrifice of oxen opened the Pythian games) fr. 193.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βουπομπός — βουπομπός, ο (Α) φρ. «βουπομπὸς ἑορτή» εορτή με πομπή βοδιών …   Dictionary of Greek

  • βουπομπός — celebrated with a procession of oxen masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”